9ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ 2-4 Ιουνίου 2004

Ξενώνες «Σεμέλη», «Μετάβαση», «Αμάλθεια»

Οικοτροφεία «Ιρις», «Οδύσσεια» ΨΝΑ

 

 


 

 

Το 1988, ένας υφυπουργός Υγείας είχε δηλώσει για το σκανδαλώδες, τότε, πρόβλημα της Λέρου : «την λύση θα την δώσει ο καλός θεούλης» (εννοούσε, με το θάνατο των εγκλείστων).

 

Το 2004, ένας υφυπουργός Δημόσιας Τάξης δηλώνει : «δεν σημασία πού θα πεθάνει ένας τοξικομανής, στη Αθήνα, στη Γλυφάδα ή στην Κόρινθο» (δηλαδή, σημασία έχει απλώς να πεθάνει!…).

 

Στα δεκαέξη χρόνια που μεσολάβησαν, με όλη την εναλλαγή των κυβερνήσεων, ο «πολιτισμός» της εξουσίας, στις ουσιαστικές του παραμέτρους, δεν έχει αλλάξει.

 

Μπορεί η Λέρος να «άλλαξε», με τους έγκλειστους να διαψεύδουν πλήρως τις θεωρίες και πρακτικές περί «ανιάτου», που, διαχρονικά, οπλίζουν με επιστημονικοφανή επιχειρήματα, τις πρακτικές του κοινωνικού αποκλεισμού και του εγκλεισμού.

 

Μπορεί πολλοί τοξικομανείς, που δίνουν τον αγώνα της απεξάρτησης, να έχουν αποδείξει ότι η τοξικομανία μπορεί να ξεπεραστεί.

 

Αλλά η ανάγκη της εξουσίας για την διαχείριση και τον κοινωνικό έλεγχο των αποκλεισμένων στρωμάτων του πληθυσμού δεν αλλάζει παρά μορφή και στις μέρες μας αποχτά πρωτοφανώς σκληρά χαρακτηριστικά.

 

Η παγκόσμια οικονομική κρίση οδηγεί σε πανομοιότυπες περιοριστικές πολιτικές σε κάθε χώρα, που το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μαζική παραγωγή κοινωνικού πόνου για όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού. Ο ψυχικός πόνος τρέφεται από τον κοινωνικό πόνο : είναι γι΄ αυτό που, σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ, η κατάθλιψη γίνεται, στα χρόνια που ζούμε, η δεύτερη αιτία θανάτου στον κόσμο.

 

Αυτός η περίσσια ψυχικού πόνου δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, παρά αναπάντητες κοινωνικές ανάγκες, οι ανάγκες των πολλών, που «πλεονάζουν», είναι εκτός των προδιαγραφών των επικρατουσών πολιτικών - μέσα σε μια κοινωνία, που δεν έχει χώρο και δεν αναγνωρίζει παρά μόνο το «άτομο» και μάλιστα «το άτομο που κατέχει όλο και περισσότερο πλούτο».

 

Η ορατή μορφή του κοινωνικού / ψυχικού πόνου είναι οι χιλιάδες των αστέγων, των επαιτών, των παράνομων μεταναστών και των προσφύγων, των τοξικομανών, που πεθαίνουν αβοήθητοι, των παιδιών των φαναριών, των καταναγκαστικά εκδιδόμενων γυναικών «εισαγωγής» (που δεν έχουν άλλη «οδό διαφυγής» από την αυτοκτονία), των κάθε είδους διαφορετικών που γίνονται αντικείμενο ρατσιστικών διακρίσεων και

αποκλεισμού.

 

Και όπως παλιά, την εποχή που το ψυχιατρείο της Λέρου ήταν στόχος διεθνούς διασυρμού, υπήρχε στην είσοδο του ψυχιατρείου μια επιγραφή που έλεγε «Αγαπάτε τους ασθενείς», έτσι και τώρα, οι επίσημες δηλώσεις περί ενδιαφέροντος για τοξικομανείς, ψυχικά πάσχοντες και άλλους αποκλεισμένους διαψεύδονται από τις πολιτικές που ακολουθούνται στην πράξη, οι οποίες λειτουργούν στην τελείως αντίθετη κατεύθυνση.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περιβόητη «κοινωνική επανένταξη» των ψυχικά

πασχόντων, που γίνεται χωρίς θέσεις εργασίας, χωρίς δυνατότητες κατάρτισης και απασχόλησης, χωρίς εξασφάλιση στοιχειώδους εισοδήματος (ακόμα και ένα επίδομα που αρχικά δόθηκε, το «θεραπευτικό κίνητρο», τώρα έχει περίπου καταργηθεί λόγω «έλλειψης κονδυλίων»).

 

Όταν η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», που έχει εξαγγελθεί, δεν ανάγεται παρά στην άλλη όψη της «μη μεταρρύθμισης». Όταν για τις νέες γενιές των ψυχικά πασχόντων, ιδιαίτερα των προερχόμενων από πιο φτωχά στρώματα, η θέση σ΄ ένα τμήμα χρόνιας παραμονής του ψυχιατρείου (ο εγκλεισμός) κινδυνεύει, όλο και περισσότερο, ν΄ αντικαθίσταται από μια θέση στο πεζοδρόμιο ή την πλατεία (είναι απροσδιόριστος ο αριθμός των άστεγων ψυχικά πασχόντων και πάντως ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες), τότε τα μέσα του κοινωνικού ελέγχου (που παλιότερα εκφράζονταν, στο πεδίο, πχ, της ψυχιατρικής, με την «καταπιεστική προστασία» του ψυχιατρικού ασύλου), γίνονται όλο και πιο κατασταλτικά.

 

Ο «εξωραϊσμός της πόλης», που προωθεί η «Ολυμπιακή σκούπα» κατά των αποκλεισμένων, δεν είναι παρά ο «έλεγχος της πόλης». Οι κοινωνικές ανάγκες  που δεν απαντώνται, αποτελούν μιαν απειλή για τη δεδομένη Κοινωνική Τάξη. Γι΄ αυτό χρειάζεται προληπτικά να ελεγχθούν : με το καινούργιο τρομολάγνο νομικό πλαίσιο, με την εγκαθίδρυση του συστήματος της ασφυκτικής παρακολούθησης της κοινωνικής και ατομικής ζωής του καθενός (κάμερες κλπ), με την γκετοποίηση / εγκλεισμό διαφόρων ομάδων του πληθυσμού.

 

Στη θέση της θεραπείας και της κοινωνικής στήριξης, η κοινωνική εκμηδένιση και η προληπτική καταστολή.

 

Ο κοινωνικός ρατσισμός τρέφεται και πυροδοτείται ακριβώς από αυτές τις πολιτικές των ελίτ, της κοινωνίας και του κράτους, στο βαθμό που προβάλλουν και πρακτικά διεκπεραιώνουν το στιγματισμό κοινωνικών ομάδων ως κοινωνικών σκουπιδιών, κατάλληλων μόνο για γκέτο. Ο ρατσισμός δεν είναι μια «εσφαλμένη αντίληψη», που μπορεί να διορθωθεί με την προβολή και διάδοση ορθολογικών επιχειρημάτων. Παράγεται από την δεδομένη κοινωνική δομή και με όλο το σκοταδιστικό του οπλοστάσιο στερεότυπων και προκαταλήψεων, λειτουργεί για την αναπαραγωγή της δεδομένης κοινωνικής δομής και των συμφερόντων που κυριαρχούν μέσα σ΄ αυτήν.

 

Ετσι, στο πεδίο της ψυχικής υγείας, όσο δεν παράγεται πληθώρα θέσεων εργασίας / κατάρτισης/ απασχόλησης, κατάλληλων για τις συγκεκριμένες ανάγκες καθενός από τους ψυχικά πάσχοντες, όσο δεν εξασφαλίζεται αξιοπρεπές εισόδημα, όσο δεν κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της ελεύθερης έκφρασης, του σεβασμού, της αξιοπρέπειας και του κοινωνικού ρόλου των ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας, δεν μπορεί να υπάρξει μια πραγματική αρχή για την αντιμετώπιση των κοινωνικών στερεότυπων της τρέλας.

 

Η «Ολυμπιακή σκούπα» δεν αφορά, επομένως, μόνο τους Ολυμπιακούς Αγώνες - αφορά μια πολιτική με μακροπρόθεσμες εφαρμογές. Για τους λειτουργούς ψυχικής υγείας, η αντιμετώπιση αυτών των πολιτικών και των εφαρμογών τους πρέπει ν΄ αποτελεί προνομιακό πεδίο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Δε μπορεί να υπάρξει πραγματική θεραπευτικότητα ερήμην των θεμελιακών ζητημάτων, που προσδιορίζουν την δική τους τη ζωή, από κοινού με αυτή των ασθενών.

 

Αλλά και για κάθε ενεργό κοινωνικό υποκείμενο, η πρόκληση είναι παρούσα, πιο επείγουσα και απαιτητική από ποτέ : οι ψυχικά πάσχοντες  (όπως και όλοι οι αποκλεισμένοι) αξίζει να ζουν; Είναι «ζωές που αξίζει να ζουν», ή «ζωές ανάξιες να ζουν», όπως θεωρήθηκε κάποτε που οδηγήθηκαν μαζικά στους θαλάμους των αερίων. Κι΄ αν είναι «ζωές που αξίζει να ζουν», τι πρακτικά σημαίνει η αξία αυτή και ποια είναι η προσωπική και κοινωνική συνέπεια αυτής της παραδοχής για τον καθένα από μας ;

 

 

2 Ιουλίου 2004